μπαϊραχτάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαϊραχτάρης < τουρκική bayraktar (σημαιοφόρος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαϊραχτάρης αρσενικό και μπαϊρακτάρης
- → δείτε τη λέξη μπαϊρακτάρης
Δείτε επίσης : Μπαϊραχτάρης |
μπαϊραχτάρης αρσενικό και μπαϊρακτάρης