μπαστουνάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαστουνάρα | οι | μπαστουνάρες |
γενική | της | μπαστουνάρας | — | |
αιτιατική | την | μπαστουνάρα | τις | μπαστουνάρες |
κλητική | μπαστουνάρα | μπαστουνάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαστουνάρα < μπαστούνι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαστουνάρα θηλυκό
- μεγάλο μπαστούνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαστουνάρα
|