Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαράζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική barrage[1] < barrer +‎ -age < barre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /baˈɾaz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπαράζ ουδέτερο άκλιτο

  1. παρόμοιες δράσεις ή ενέργειες, η μία μετά την άλλη
  2. καταιγισμός
    μπαράζ προστίμων
  3. καταβολή μεγάλης προσπάθειας, λίγο πριν από την τελική επίτευξη ενός στόχου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία