μπαράζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπαράζ ουδέτερο άκλιτο
- παρόμοιες δράσεις ή ενέργειες, η μία μετά την άλλη
- καταιγισμός
- μπαράζ προστίμων
- καταβολή μεγάλης προσπάθειας, λίγο πριν από την τελική επίτευξη ενός στόχου
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (αθλητισμός) αγώνας μπαράζ: αγώνας ανάμεσα σε δύο ισόβαθμες ομάδες, για το ποια θα προκριθεί στην επόμενη φάση μιας αθλητικής διοργάνωσης ή θα ανέβει κατηγορία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπάρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ μπαράζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας