μπακάλαινα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπακάλαινα < μπακάλ(ης) + -αινα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπακάλαινα θηλυκό
- η γυναίκα του μπακάλη
- (επάγγελμα) η μπακάλισσα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπακάλαινα
→ δείτε τη λέξη μπακάλισσα |
Πηγές
επεξεργασία- μπακάλαινα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)