Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπαΐλντισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπαΐλντισμα
τα
μπαϊλντίσμα
τ
α
γενική
του
μπαϊλντίσμα
τ
ος
των
μπαϊλντισμά
τ
ων
αιτιατική
το
μπαΐλντισμα
τα
μπαϊλντίσμα
τ
α
κλητική
μπαΐλντισμα
μπαϊλντίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπαΐλντισμα
<
μπαϊλντίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαΐλντισμα
ουδέτερο
η ενέργεια και η συνέπεια του μπαϊλντίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπαΐλντισμα