μπαϊλντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαϊλντίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική bayıldım < αόριστος του ρήματος bayilmak (= λιποθυμώ)
Ρήμα
επεξεργασίαμπαϊλντίζω
- (αμετάβατο) κουράζομαι υπερβολικά, εξουθενώνομαι
- (μεταβατικό) κουράζω κάποιον, τον εξουθενώνω
- λιποθυμώ
- τρώω υπερβολικά μέχρι λιποθυμίας
- "έφαγε μισό αρνί και μπαΐλντισε"
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαϊλντίζω | μπαΐλντιζα | θα μπαϊλντίζω | να μπαϊλντίζω | μπαϊλντίζοντας | |
β' ενικ. | μπαϊλντίζεις | μπαΐλντιζες | θα μπαϊλντίζεις | να μπαϊλντίζεις | μπαΐλντιζε | |
γ' ενικ. | μπαϊλντίζει | μπαΐλντιζε | θα μπαϊλντίζει | να μπαϊλντίζει | ||
α' πληθ. | μπαϊλντίζουμε | μπαϊλντίζαμε | θα μπαϊλντίζουμε | να μπαϊλντίζουμε | ||
β' πληθ. | μπαϊλντίζετε | μπαϊλντίζατε | θα μπαϊλντίζετε | να μπαϊλντίζετε | μπαϊλντίζετε | |
γ' πληθ. | μπαϊλντίζουν(ε) | μπαΐλντιζαν μπαϊλντίζαν(ε) |
θα μπαϊλντίζουν(ε) | να μπαϊλντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπαΐλντισα | θα μπαϊλντίσω | να μπαϊλντίσω | μπαϊλντίσει | ||
β' ενικ. | μπαΐλντισες | θα μπαϊλντίσεις | να μπαϊλντίσεις | μπαΐλντισε | ||
γ' ενικ. | μπαΐλντισε | θα μπαϊλντίσει | να μπαϊλντίσει | |||
α' πληθ. | μπαϊλντίσαμε | θα μπαϊλντίσουμε | να μπαϊλντίσουμε | |||
β' πληθ. | μπαϊλντίσατε | θα μπαϊλντίσετε | να μπαϊλντίσετε | μπαϊλντίστε | ||
γ' πληθ. | μπαΐλντισαν μπαϊλντίσαν(ε) |
θα μπαϊλντίσουν(ε) | να μπαϊλντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπαϊλντίσει | είχα μπαϊλντίσει | θα έχω μπαϊλντίσει | να έχω μπαϊλντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπαϊλντίσει | είχες μπαϊλντίσει | θα έχεις μπαϊλντίσει | να έχεις μπαϊλντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπαϊλντίσει | είχε μπαϊλντίσει | θα έχει μπαϊλντίσει | να έχει μπαϊλντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπαϊλντίσει | είχαμε μπαϊλντίσει | θα έχουμε μπαϊλντίσει | να έχουμε μπαϊλντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπαϊλντίσει | είχατε μπαϊλντίσει | θα έχετε μπαϊλντίσει | να έχετε μπαϊλντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπαϊλντίσει | είχαν μπαϊλντίσει | θα έχουν μπαϊλντίσει | να έχουν μπαϊλντίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαϊλντίζω
|