μπίβα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπίβα | οι | μπίβες |
γενική | της | μπίβας | των | μπιβών |
αιτιατική | την | μπίβα | τις | μπίβες |
κλητική | μπίβα | μπίβες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπίβα < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 琵琶 (biwa)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπίβα ουδέτερο ή μπίουα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- biwa στην αγγλική Βικιπαίδεια