Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπέζα οι μπέζες
      γενική της μπέζας των μπεζών
    αιτιατική την μπέζα τις μπέζες
     κλητική μπέζα μπέζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπέζα < τουρκική bez

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπέζα ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος) σύνδεσμος που χρησιμοποιείται για το κόντεμα σχοινιών χωρίς να κοπούν ή να λυθούν οι άκρες τους από τα σημεία που είναι δεμένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία