Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουστοβάρελο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μουστοβάρελ
ο
τα
μουστοβάρελ
α
γενική
του
μουστοβάρελ
ου
των
μουστοβάρελ
ων
αιτιατική
το
μουστοβάρελ
ο
τα
μουστοβάρελ
α
κλητική
μουστοβάρελ
ο
μουστοβάρελ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μουστοβάρελο
<
μούστος
+
βαρέλι
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μουστοβάρελο
ουδέτερο
βαρέλι για μεταφορά και φύλαξη μούστου.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουστοβάρελο