↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουράκλα οι μουράκλες
      γενική της μουράκλας
    αιτιατική τη μουράκλα τις μουράκλες
     κλητική μουράκλα μουράκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μουράκλα < μούρ(η) + μεγεθυντικό επίθημα -άκλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μουράκλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία