μουγκανητό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατο μουγκανητό (el) ουδέτερο
- ήχος ζωντανού όντος (μεταφορικά και για οτιδήποτε) συνήθως λιγότερο ηχηρός από κραυγή, άναρθρος ήχος, βομβώδης μη αρμονικός ήχος συνήθως πιο μπάσος και με μεγαλύτερη διάρκεια από το σκούξιμο, σιγανό γκάρισμα, βογγητό-βογκητό-βόγγος-βόγκος αλλά όχι αναγκαστικά συνδεδεμένα με πόνο