καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μορεών οἱ μορεῶνες
      γενική τοῦ μορεῶνος τῶν μορεώνων
      δοτική τῷ μορεῶνι τοῖς μορεῶσι(ν)
    αιτιατική τὸν μορεῶνα τοὺς μορεῶνας
     κλητική ! μορεών μορεῶνες
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μορεών < μορέα + -ών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μορεών, -ῶνος αρσενικό