μονοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμονοφαγία θηλυκό
- η κατανάλωση μόνο ενός είδους φαγητού (για παράδειγμα σε δίαιτα)
- ※ Παγίδες κρύβονται σε κάθε μορφής μονοφαγία. Ο οργανισμός χρειάζεται όλες τις τροφές - λένε οι ειδικοί- και καταδικάζουν τις δίαιτες που περιλαμβάνουν αποκλειστικά ψάρι, κρέας ή σαλάτες ([1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοφαγία
|