μολυσματικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μολυσματικότητα < μολυσματικ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μολυσματικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του μολυσματικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
μολυσματικότητα
|
μολυσματικότητα θηλυκό
|