μιναδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μιναδόρος < (άμεσο δάνειο) βενετική minador / ιταλικά minatore
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιναδόρος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μιναδόρος
→ δείτε τη λέξη μεταλλωρύχος |