καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μιμητικότης αἱ μιμητικότητες
      γενική τῆς μιμητικότητος τῶν μιμητικοτήτων
      δοτική τῇ μιμητικότητι ταῖς μιμητικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν μιμητικότητα τὰς μιμητικότητας
     κλητική ! μιμητικότης μιμητικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μιμητικότης (μαρτυρείται από το 1898) [1] < μιμητικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μιμητικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 661, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου