μιλανέζικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μιλανέζικα | ||
γενική | των | μιλανέζικων | ||
αιτιατική | τα | μιλανέζικα | ||
κλητική | μιλανέζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μιλανέζικα < μιλανέζικος + -α
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιλανέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η διάλεκτος ή η ιδιόλεκτος του Μιλάνου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μιλανέζικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μιλανέζικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μιλανέζικος