Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικρορρύθμιση οι μικρορρυθμίσεις
      γενική της μικρορρύθμισης των μικρορρυθμίσεων
    αιτιατική τη μικρορρύθμιση τις μικρορρυθμίσεις
     κλητική μικρορρύθμιση μικρορρυθμίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

μικρορρύθμιση < μικρο- + ρύθμιση, → δείτε και ρρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

PAGENAME θηλυκό

  1. μικρή διόρθωση ή προσαρμογή
  2. μικροδιευθέτηση, επίλυση και διαχείρισης μικρού προβλήματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία