μικροοινοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροοινοποίηση | οι | μικροοινοποιήσεις |
γενική | της | μικροοινοποίησης* | των | μικροοινοποιήσεων |
αιτιατική | τη | μικροοινοποίηση | τις | μικροοινοποιήσεις |
κλητική | μικροοινοποίηση | μικροοινοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροοινοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροοινοποίηση < μικρο- + οινοποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροοινοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροοινοποίηση
|