μικρομεταρρύθμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικρομεταρρύθμιση | οι | μικρομεταρρυθμίσεις |
γενική | της | μικρομεταρρύθμισης* | των | μικρομεταρρυθμίσεων |
αιτιατική | τη | μικρομεταρρύθμιση | τις | μικρομεταρρυθμίσεις |
κλητική | μικρομεταρρύθμιση | μικρομεταρρυθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικρομεταρρυθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικρομεταρρύθμιση < μικρο- + μεταρρύθμιση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικρομεταρρύθμιση θηλυκό
- μικρή σε έκταση ή σε σημασία μεταρρύθμιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικρομεταρρύθμιση
|