μικροδιακινητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροδιακινητής < μικρο- + διακινητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροδιακινητής αρσενικό
- αυτός που διακινεί μικρές ποσότητες από κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροδιακινητής
|
μικροδιακινητής αρσενικό
|