μικροαστισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροαστισμός < μικροαστός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροαστισμός αρσενικό
- η νοοτροπία του μικροαστού, μερικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι η καθήλωση στην κοινωνική συμβατικότητα, ο φόβος και η καχυποψία απέναντι στο καινούριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροαστισμός
|