Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροαστισμός οι μικροαστισμοί
      γενική του μικροαστισμού των μικροαστισμών
    αιτιατική τον μικροαστισμό τους μικροαστισμούς
     κλητική μικροαστισμέ μικροαστισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροαστισμός < μικροαστός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροαστισμός αρσενικό

  • η νοοτροπία του μικροαστού, μερικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι η καθήλωση στην κοινωνική συμβατικότητα, ο φόβος και η καχυποψία απέναντι στο καινούριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία