μικροαποταμιευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροαποταμιευτής < μικρο- + αποταμιευτής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροαποταμιευτής αρσενικό
- κάποιος που αποταμιεύει λίγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροαποταμιευτής
|
μικροαποταμιευτής αρσενικό
|