μιθραϊσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
μιθραϊσμός αρσενικό
- λατρεία του 1ου-3ου αιώνα η οποία στο ρόλο της λυτρωτικής θεότητας τοποθετούσε το Μίθρα και ενσωμάτωνε ιρανικές παραδόσεις
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μιθραϊσμός
|