μιασματικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μιασματικότης | αἱ | μιασματικότητες | ||||
γενική | τῆς | μιασματικότητος | τῶν | μιασματικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | μιασματικότητι | ταῖς | μιασματικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μιασματικότητα | τὰς | μιασματικότητας | ||||
κλητική ὦ! | μιασματικότης | μιασματικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μιασματικότης (μαρτυρείται από το 1888) [1] < μιασματικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμιασματικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 654, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου