μηχάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηχάνι | τα | μηχάνια |
γενική | του | μηχανιού | των | μηχανιών |
αιτιατική | το | μηχάνι | τα | μηχάνια |
κλητική | μηχάνι | μηχάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηχάνι < μεσαιωνική ελληνική μηχάνι(ν)[1] / μεχάνι / μουχάνι < αρχαία ελληνική μηχανή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηχάνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) το φυσερό ενός σιδηρουργού
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηχάνι
|
- ↑ μηχάνι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].