μηλόξυδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηλόξυδο | τα | μηλόξυδα |
γενική | του | μηλόξυδου | των | μηλόξυδων |
αιτιατική | το | μηλόξυδο | τα | μηλόξυδα |
κλητική | μηλόξυδο | μηλόξυδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηλόξυδο ουδέτερο