Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μηλοκαλλιεργητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μηλοκαλλιεργητ
ής
οι
μηλοκαλλιεργητ
ές
γενική
του
μηλοκαλλιεργητ
ή
των
μηλοκαλλιεργητ
ών
αιτιατική
τον
μηλοκαλλιεργητ
ή
τους
μηλοκαλλιεργητ
ές
κλητική
μηλοκαλλιεργητ
ή
μηλοκαλλιεργητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μηλοκαλλιεργητής
<
μήλο
+
καλλιεργητής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηλοκαλλιεργητής
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που καλλιεργεί
μηλιές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηλοκαλλιεργητής