μηλοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μηλοκαλλιέργεια < μήλο + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηλοκαλλιέργεια, θηλυκό, πληθυντικός μηλοκαλλιέργειες
- η καλλιέργεια μηλιών, άλλη μορφή του μηλεοκαλλιέργεια
- η μηλοκαλλιέρεγια μετριέται σε στρέμματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηλοκαλλιέργεια
|