μηλιόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηλιόρα | οι | μηλιόρες |
γενική | της | μηλιόρας | — | |
αιτιατική | τη | μηλιόρα | τις | μηλιόρες |
κλητική | μηλιόρα | μηλιόρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηλιόρα < αρωμουνική miljor < njel
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηλιόρα θηλυκό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) άλλη μορφή του μιλιόρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηλιόρα
|