μετρολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μετρολόγιο | τα | μετρολόγια |
γενική | του | μετρολόγιου & μετρολογίου |
των | μετρολόγιων & μετρολογίων |
αιτιατική | το | μετρολόγιο | τα | μετρολόγια |
κλητική | μετρολόγιο | μετρολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμετρολόγιο ουδέτερο
- κατάλογος με μεγέθη - μετρήσεις χαρακτηριστικών (βάρος/ύψος/στήθος/περιφέρεια μέσης) για επιλογή ρούχων. Χρησιμοποιείται κυρίως για παραγγελιοληψία στολών
- Μετρολόγιο στολών
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετρολόγιο
|