μεταλλικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μεταλλικότης | αἱ | μεταλλικότητες | ||||
γενική | τῆς | μεταλλικότητος | τῶν | μεταλλικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | μεταλλικότητι | ταῖς | μεταλλικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μεταλλικότητα | τὰς | μεταλλικότητας | ||||
κλητική ὦ! | μεταλλικότης | μεταλλικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταλλικότης (μαρτυρείται από το 1893) [1] < μεταλλικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλλικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 644, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου