Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταλλάς οι μεταλλάδες
      γενική του μεταλλά των μεταλλάδων
    αιτιατική τον μεταλλά τους μεταλλάδες
     κλητική μεταλλά μεταλλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

μέταλ (δυο "λ" από την λέξη μέταλλο-αγγλικά: metallic)+ -ας< μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: Metal (μουσικό είδος) < ¨αρχαία ελληνική μέταλλον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρσενικό, (θηλυκό μεταλλού)

  1. οπαδός της μέταλ
  2. μουσικός της μέταλ
  3. ο μεταλλοτεχνίτης