Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέταλ < αγγλική metal < λατινική metallium < αρχαία ελληνική μέταλλον (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈme.tal/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐ταλ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μέταλ θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία