ροκ
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ροκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική rock < πρωτογερμανική *rukkōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ruk-néh₂- < *h₃runk-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ροκ θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο
Επεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- στην αφροαμερικανική αργκό σημαίνει κουνάω μπρος και πίσω, συνουσιάζομαι