μεταγλωττίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταγλωττίστρια < μεταγλωττιστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταγλωττίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του μεταγλωττιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταγλωττίστρια
|
μεταγλωττίστρια θηλυκό
|