μεταγλωσσογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταγλωσσογράφος < μετα- + γλωσσογράφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταγλωσσογράφος αρσενικό
- νομικοί ερευνητές και σχολιαστές του Ρωμαϊκού Δικαίου κατά τον 13ο αιώνα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταγλωσσογράφος
|