Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεσολαβήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μεσολαβήτρι
α
οι
μεσολαβήτρι
ες
γενική
της
μεσολαβήτρι
ας
των
μεσολαβητρι
ών
αιτιατική
τη
μεσολαβήτρι
α
τις
μεσολαβήτρι
ες
κλητική
μεσολαβήτρι
α
μεσολαβήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεσολαβήτρια
<
μεσολαβητής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεσολαβήτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
) →
δείτε
τη λέξη
μεσολαβητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεσολαβήτρια
γαλλικά
:
médiatrice
(fr)