↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μεσοβραδύπορα
      γενική των μεσοβραδύπορων
μεσοβραδυπόρων
    αιτιατική τα μεσοβραδύπορα
     κλητική μεσοβραδύπορα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσοβραδύπορα < μεσο- + βραδύπορα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Mesotardigrada)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσοβραδύπορα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία