Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μεσοβραδύπορα
      γενική των μεσοβραδύπορων
μεσοβραδυπόρων
    αιτιατική τα μεσοβραδύπορα
     κλητική μεσοβραδύπορα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσοβραδύπορα < μεσο- + βραδύπορα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Mesotardigrada)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσοβραδύπορα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία