μερσερισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μερσερισμός < γαλλική mercerisage, από το όνομα του Άγγλου Τζον Μέρσερ (John Mercer) που τον ανακάλυψε
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερσερισμός αρσενικό
- τεχνική εμβαπτίσματος βαμβακερών νημάτων σε διάλυμα καυστικής σόδας για να αποκτήσουν στιλπνότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μερσερισμός
|