μερκελισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μερκελισμός < (ανθρωπωνύμιο) Μέρκελ + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερκελισμός αρσενικό
- (πολιτική): η πολιτικοοικονομική ιδεολογία και πρακτική της καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ μέσα στην Ευρωζώνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία μερκελισμός
|