↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μερκελισμός οι μερκελισμοί
      γενική του μερκελισμού των μερκελισμών
    αιτιατική τον μερκελισμό τους μερκελισμούς
     κλητική μερκελισμέ μερκελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μερκελισμός < (ανθρωπωνύμιο) Μέρκελ + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μερκελισμός αρσενικό

  • (πολιτική): η πολιτικοοικονομική ιδεολογία και πρακτική της καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ μέσα στην Ευρωζώνη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία