μεντελεγέβιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεντελεγέβιο | τα | μεντελεγέβια |
γενική | του | μεντελεγέβιου | των | μεντελεγέβιων |
αιτιατική | το | μεντελεγέβιο | τα | μεντελεγέβια |
κλητική | μεντελεγέβιο | μεντελεγέβια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεντελεγέβιο < → δείτε τη λέξη μεντελέβιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεντελεγέβιο ουδέτερο στον ενικό
- άλλη μορφή του μεντελέβιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεντελεγέβιο
→ δείτε τη λέξη μεντελέβιο |