↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μελύδριον τὰ μελύδρι
      γενική τοῦ μελυδρίου τῶν μελυδρίων
      δοτική τῷ μελυδρί τοῖς μελυδρίοις
    αιτιατική τὸ μελύδριον τὰ μελύδρι
     κλητική ! μελύδριον μελύδρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελυδρίω
γεν-δοτ τοῖν  μελυδρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελύδριον < μέλος + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελύδριον ουδέτερο

  1. μικρό μέλος του σώματος
    Ἀβιάστως διαζῆσαι ἐν πλείστῃ θυμηδίᾳ, κἂν πάντες καταβοῶσιν ἅτινα βούλονται, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου φυράματος. (Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, 7, 68, 1, 1-3)
  2. τραγουδάκι
    Μοῦσαι, δεῦρ' ἴτ' ἐπὶ τοὐμὸν στόμα, / μελύδριον εὑροῦσαί τι τῶν ᾿Ιωνικῶν. (Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσες, 882-883)