Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελόνερο τα μελόνερα
      γενική του μελόνερου των μελόνερων
    αιτιατική το μελόνερο τα μελόνερα
     κλητική μελόνερο μελόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελόνερο < μέλ(ι) + -ό- + -νερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελόνερο ουδέτερο και νερόμελο στη Σαντορίνη και γαρόμελο στην Ήπειρο

  • χλιαρό νερό στο οποίο διαλύεται συνήθως μια κουταλιά μέλι

  Μεταφράσεις επεξεργασία