μελλοντισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελλοντισμός < απόδοση του όρου futurisme
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελλοντισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του φουτουρισμός
- η φαντσίωση του μέλλοντος (συνήθως η ενεργή φαντασίωση του μέλλοντος πχ. μέσα από σχεδιασμό αρχιτεκτονικό, γλυπτικό, κοινωνικό κτλ.)
- (σπάνιο) μαντική μελλοντολογία