μελιτζανόσουπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελιτζανόσουπα | οι | μελιτζανόσουπες |
γενική | της | μελιτζανόσουπας | — | |
αιτιατική | τη | μελιτζανόσουπα | τις | μελιτζανόσουπες |
κλητική | μελιτζανόσουπα | μελιτζανόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελιτζανόσουπα < μελιτζάν(α) + -ό- + -σουπα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελιτζανόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο παρασκευής βραστές μελιτζάνες
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελιτζανόσουπα
|