μελιέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελιέρα | οι | μελιέρες |
γενική | της | μελιέρας | — | |
αιτιατική | τη | μελιέρα | τις | μελιέρες |
κλητική | μελιέρα | μελιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμελιέρα θηλυκό
- (νεολογισμός, κουζινικά) σκεύος (κατά κανόνα γυάλινο ή μεταλλικό) για μέλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μελιέρα
|