μελεαγρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μελεαγρίς | αἱ | μελεαγρίδες |
γενική | τῆς | μελεαγρίδος | τῶν | μελεαγρίδων |
δοτική | τῇ | μελεαγρίδῐ | ταῖς | μελεαγρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μελεαγρίδᾰ | τὰς | μελεαγρίδᾰς |
κλητική ὦ! | μελεαγρίς* | μελεαγρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελεαγρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μελεαγρίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μελεαγρίς < Μελέαγρ(ος) + -ίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελεαγρίς, -ίδος θηλυκό
- (πτηνό) μελεαγρίδα, φραγκόκοτα
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, HA (Historia animalium) 6.2@scaife.pereus, 559a25
- Καὶ τὰ χρώματα δὲ τῶν ᾠῶν διαφέρει κατὰ τὰ γένη τῶν ὀρνίθων· τῶν μὲν γὰρ λευκά ἐστι τὰ ᾠά, οἷον περιστερᾶς καὶ πέρδικος, τῶν δ’ ὠχρά, οἷον τῶν περὶ τὰς λίμνας, τῶν δὲ κατεστιγμένα, οἷον τὰ τῶν μελεαγρίδων καὶ φασιανῶν· τὰ δὲ τῆς κεγχρίδος ἐρυθρά ἐστιν ὥσπερ μίλτος.
- ※ 2ος αιώνας κε Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 14, 71, 1@scaife.perseus
- ἐπεὶ δὲ καὶ τῶν μελεαγρίδων Μηνόδοτος ἐμνήσθη, λέξομέν τι καὶ ἡμεῖς περὶ αὐτῶν. Κλύτος ὁ Μιλήσιος, ᾿Αριστοτέλους δὲ μαθητής, ἐν τῷ α′ περὶ Μιλήτου γράφει περὶ αὐτῶν οὕτως· ‘περὶ δὲ τὸ ἱερὸν τῆς Παρθένου ἐν Λέρῳ εἰσὶν οἱ καλούμενοι ὄρνιθες μελεαγρίδες. ὁ δὲ τόπος ἐστὶν ἑλώδης ἐν ᾧ τρέφονται. […] σκέλη δὲ ἄκεντρα ὅμοια τοῖς ὀρνιθίοις. παραπλήσιαι δ' εἰσὶν αἱ θήλειαι τοῖς ἄρρεσιν· διὸ καὶ δυσδιάκριτόν ἐστι τὸ τῶν μελεαγρίδων γένος.’ τοσαῦτα καὶ ὁ περιπατητικὸς φιλόσοφος περὶ τῶν μελεαγρίδων ἱστόρησεν.
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, HA (Historia animalium) 6.2@scaife.pereus, 559a25
Πηγές
επεξεργασία- μελεαγρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.