μελάσωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελάσωση | οι | μελασώσεις |
γενική | της | μελάσωσης* | των | μελασώσεων |
αιτιατική | τη | μελάσωση | τις | μελασώσεις |
κλητική | μελάσωση | μελασώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μελασώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελάσωση θηλυκό
- η διαδικασία παραγωγής της μελάσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελάσωση
|