μειονότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μειονότης | αἱ | μειονότητες | ||||
γενική | τῆς | μειονότητος | τῶν | μειονοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | μειονότητι | ταῖς | μειονότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μειονότητα | τὰς | μειονότητας | ||||
κλητική ὦ! | μειονότης | μειονότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μειονότης (μαρτυρείται από το 1889) [1] < αρχαία ελληνική μεῖον + -ότης κατά το ελληνιστικό πλειονότης → και δείτε τη λέξη μειονότητα[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμειονότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 634, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ μειονότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας